ρομφεύς

ρομφεύς
ο / ῥομφεύς, -έως ΝΑ
νεοελλ.
σύρμα περιτυλιγμένο στη λαβή σπαθιού ή ξίφους
αρχ.
κλωστή καλυμμένη με κερί που τήν χρησιμοποιούσαν για ραφή τών υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από αμάρτυρο ουσ. *ῥομφή «κυρτότητα, αγκίστρι» με επίθημα -εύς, από όπου πιθ. και η λ. ῥομ-φαία*. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι τ. συνδέονται με το ουσ. ῥάμφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”